Τρίτη, Νοεμβρίου 19, 2019

Για τον Δήμο Χλωπτσιούδη και το Laissez passer του


Κάθε σοβαρός μελετητής ενός έργου ή ενός γεγονότος ή οποιουδήποτε άλλου αγκαθιού τρύπωσε απρόσκλητο στο δέρμα του και τον βασανίζει, πριν ανακοινώσει τα σπουδαία του ευρήματα, νιώθει την ανάγκη να εξομολογηθεί τον τρόπο του, τη μέθοδό του˙ τον δικό του δρόμο προς το τέλος, τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ο δικός μου νταλγκάς είναι η έρευνα και ο σκοπός μου είναι αρκούντως εγωιστικός: να κατανοήσω! Ψάχνω για να βρω τι ακριβώς ήταν αυτό που έψαχνα!

Η μέθοδός μου στην ανάγνωση της λογοτεχνίας είναι το rewind και σύμμαχός μου το παρόν. Ξεκινώ από τους σύγχρονούς μου (αυτούς που γράφουν τώρα ή λίγο πριν κι όχι μόνο τους συνομήλικούς μου) και ακολουθώ το νήμα που μου προτείνει η Τέχνη τους. Στον Καβάφη έφτασα από τον Χριστιανόπουλο και από τον Χρονά˙ στον Καραγάτση, τον Καστανάκη και τον Πικρό από τον Ιωάννου, τον Καζαντζή και τον Ραπτόπουλο˙ στον Παπαδιαμάντη και στον Ντοστογιέφσκι έφτασα αφού περιηγήθηκα στον κόσμο του Χατζή και του Σουρούνη.

Η ποίηση μπήκε στη ζωή μου ως δώρο κι εξελίχτηκε σε ανάγκη˙ κυριολεκτικά και ουσιαστικά. Το βιβλίο με τα ποιήματα του Αντώνη Δωριάδη που μου χάρισαν με συγκλόνισε επειδή είδα μέσα του τη δύναμη των λέξεων. Θα μπορούσε να ήταν ένα άλλο βιβλίο κι ένας άλλος ποιητής. Δεν ξέρω. Όμως το ποίημα

Σαν κήπος άνθισε 
χτες το κρεβάτι. 
Όλη τη νύχτα 
κόβαμε άνθη

λειτούργησε μέσα μου ως ορισμός της ποίησης κι όχι ως ποίημα. Όπως και το μικρό του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Με τι συστολή φοράς τη στολή
κι όταν την πετάς, πετάς.

Πόση δύναμη έχουν οι λέξεις; Και δεν χρειάζεται καν να είναι πολλές κι ενωμένες για να νικήσουν όπως θέλει το γνωστό σύνθημα για τους ανθρώπους όταν διεκδικούν ή αγωνίζονται για κάτι. Αυτό ήταν. Οι λέξεις μπήκαν στη ζωή μου αλλιώς πια κι έγιναν η μεγάλη μου ανάγκη. Πλέον αναζητούσα το λίγο, το εύστοχο, το κουκούτσι! Για να φτάσεις στο κουκούτσι πρέπει να γευτείς όλον τον καρπό και αν το έχεις το κουκούτσι μπορείς να δημιουργήσεις καρπούς! Μαγικό και συμβαίνει και στην Τέχνη. Ειδικά στην ποίηση.

Εν τω μεταξύ ο χρόνος περνάει. Και δίνει κι άλλη διάσταση στη λέξη σύγχρονος. Ποιος είναι ο σύγχρονος; Αυτός που γράφει τώρα ή εκείνος που διαβάζεται και τώρα; Οι ποιητές που προηγήθηκαν νιώθουν το βάρος του και λίγοι είναι εκείνοι που αντέχουν το φορτίο του με τη δύναμη της ποίησής τους. Και πολλοί είναι και οι νέοι που εμφανίζονται στην αρένα αυτή για να δοκιμαστούν έχοντας, όχι ακριβώς άγνοια κινδύνου, αλλά νεανική ορμή. Είναι φυσικό να είναι περισσότερες οι αφίξεις στον ποιητικό χώρο από τις επιβεβαιώσεις και τις ανακηρύξεις-πιστοποιήσεις τού, ανθεκτικού-αυθεντικού, ποιητικού έργου! Όταν λοιπόν μιλάς για έναν νέο ποιητή και δεν είσαι κριτικός ή φιλόλογος, άρα δεν σε απασχολεί η αποτίμηση και η κατάταξη, ούτε το ποια είναι τα σχέδια του χρόνου γι’ αυτόν, ουσιαστικά καταθέτεις το δικό σου ποιητικό σύμπαν και εκφέρεις τον δικό σου λόγο πασχίζοντας να χωρέσεις εκεί μέσα το αντικείμενο της προσοχής σου.

Ο Δήμος Χλωπτσιούδης γράφει τώρα. Είναι λοιπόν πολύ νωρίς για αποτίμηση του έργου του ως λογοτεχνική αξία. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το αν αρέσει ή όχι σε έναν ή σε πολλούς αναγνώστες. Ο πανδαμάτωρ χρόνος, μόλις άνοιξε το τεφτέρι του και σημείωσε στην κορυφή μιας σελίδας το όνομα του ποιητή. Το τι θα γραφτεί παρακάτω είναι άγνωστο. Κι εδώ μπαίνουμε στο άλλο χωράφι. Αυτό της ανάγνωσης. Για να κάνει καλά τη δουλειά του ο χρόνος πρέπει να κάνουν πρώτα καλά τη δουλειά τους οι αναγνώστες. Οι οποίοι άλλοτε λειτουργούν ως εξερευνητές του άγνωστου κι άλλοτε ως καταναλωτές του οικείου˙ άλλοτε ξεχύνονται σε σελίδες και στίχους και αναζητούν, φλερτάροντας με την απογοήτευση, την τέρψη και την ικανοποίηση και την ευλογία της κατανόησης και απόλυτης πρόσληψης αλλωνών γραμμένα˙ κι άλλοτε αναζητούν δεκανίκια, ταξιδιωτικούς οδηγούς και τεχνικά εγχειρίδια ώστε, εκ του ασφαλούς τάχα, να αποκρυπτογραφήσουν ξένα νοήματα. Τα ξένα νοήματα όμως που χρειάζονται τεχνικά εγχειρίδια για να αποκαλύψουν τα μυστικά τους καλά κάνουν και παραμένουν ξένα˙ η Τέχνη δεν είναι γρίφος. Υπάρχουν άλλα εργαλεία για να ξεκλειδώνουν το μυαλό του δημιουργού ενός έργου. Το έργο Τέχνης ξεκλειδώνει το μυαλό και τη ψυχή του αποδέκτη του έργου του δημιουργού˙ το τι ήθελε να πει ο ποιητής αφορά τον ποιητή και μόνο. Το μείζον είναι να βρει, και να δει, ο αναγνώστης  τον κόσμο που του προσφέρει ο ποιητής. Αίτια και αιτιατά, στην επιστήμη και στην τεχνολογία. Εδώ μόνο ουσία˙ όπως την αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης επειδή του έδωσε την αφορμή και τις κατάλληλες λέξεις ο ποιητής. Γι αυτήν την επικοινωνία, αυτήν που όπως επισήμανε ο Κούντερα σπάει τα δεσμά της ιδιωτικής καταγραφής σε ένα ημερολόγιο και αναζητά τη ζωή στον ανοιχτό αέρα της ανάγνωσης κι από άλλους, ένα μικρό κλικ χρειάζεται˙ ή και περισσότερα.

Αυτά τα κλικ, ευτυχώς, υπάρχουν στο βιβλίο του Δήμου Χλωπτσιούδη και επειδή υπάρχουν, -εγώ τουλάχιστον βρήκα να υπάρχουν-, είμαι εδώ και τολμώ να τα μοιραστώ μαζί σας.

Ο Δήμος επιλέγει να μιλήσει σε μια εποχή που, ο ίδιος, την προσδιορίζει ως την εποχή των εθνικισμών και αναγκαστικά βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα της γλώσσας:

Στην εποχή των εθνικισμών
δεν ξέρω σε ποια γλώσσα
να κλάψω
Το δάκρυ του σύννεφου φύλαξα
αγίασμα
για να ζωγραφίζω όνειρα χάρτινα.

Η πρόθεσή του δεν είναι να ξεφορτωθεί το βάρος της διατύπωσης ενός καταγγελτικού λόγου προσφεύγοντας στη δύναμη του άυλου ονείρου˙ η πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει ήταν ο πραγματικός ανθρώπινος πόνος που πνίγεται στις θάλασσες και τα σύνορα του κόσμου και δεν έχει κανένα πρόβλημα, ο ποιητής, να δει την πραγματική εικόνα. Οι στίχοι που προηγήθηκαν εδώ, στο βιβλίο έπονται των ακόλουθων:

Μέσα σε ναρκοπέδιο
βουλιάξαν φέρετρα
σκουριασμένα όνειρα
ξέβρασε η θάλασσα
π’ ανθίσαν σαν σωσίβια
στα βράχια, φράχτες
με ξιφολόγχες.

Η ποίηση του Χλωπτσιούδη δεν είναι ερμητική ούτε έχει πολλούς ιδιωτικούς κώδικες˙ είναι (θα τολμούσα να πω, τολμάει να είναι) επεξηγηματική και αναλυτική ισορροπώντας επικίνδυνα πάνω στα όρια της ποιητικής ευστοχίας και της φιλολογικής -κοινωνικοπολιτικής απόκλισης- περιγραφής. Η δύναμή του όμως τελικά δεν είναι το θέμα του και η παρουσίασή του αλλά η ποίηση η ίδια, αφού η κατακλείδα του ποιήματος μπορεί να ξεφύγει από το συγκεκριμένο και το απτό και να γενικεύσει αντιμετωπίζοντας κατάματα το όλον, υπερυψούμενη σε επίπεδα αποφθέγματος, δηλαδή κουκουτσιού, συγκεντρώνοντας στις λίγες λέξεις της ακέραια την ποιητική ουσία από όλο το υπόλοιπο ποίημα!

Αλήθεια,
το μέλλον μας με πόσα δάκρυα γράφεται;

 Το δίλημμα της γλώσσας και η πατρίδα είναι ανθρώπινη αδυναμία˙ οι άνθρωποι-πρόσφυγες ναυαγούν και πεθαίνουν, ο αλληλέγγυος ποιητής αναζητά τη γλώσσα στην οποία θα εκφράσει την οδύνη του και καταλήγει, λυτρωμένος, στην επίκληση των ονείρων αφού

τα όνειρα δεν έχουν πατρίδα
φυλή ή γλώσσα.

Όμως αυτό δεν είναι φυγή από την πραγματικότητα, υπεκφυγή και αδυναμία, επειδή τα όνειρα, στην ποίηση του Δήμου, μπορούν, αυτά τα άυλα, τα άφθαρτα, τα απέθαντα να ενδυθούν το ανθρώπινο περίβλημα και να μιλήσουν

τη γλώσσα της τρικυμίας
στη θύελλα της πραγματικότητας.

Η περιφραστική διατύπωση και η σχολαστική αποσαφήνιση μπορεί να υπονομεύουν, γενικά, τον ποιητικό λόγο, όπως και η συχνή χρήση παρομοιώσεων αφαιρεί την ευθύτητα του ορισμού και παραπέμπει στην ευκολία του παραδείγματος, αλλά στην προκείμενη περίπτωση τα στοιχεία αυτά λειτουργούν συμπληρωματικά με την ποιητική αφαίρεση και τον υπαινιγμό˙ μπορεί να δυσανασχετώ ως αναγνώστης όταν σκοντάφτω σε πολλά σαν και όπως μέσα σ’ ένα ποίημα, αλλά αποζημιώνομαι και αναγκάζομαι να τα προσπεράσω και να μη θεωρήσω ποιητική αστοχία και αδυναμία την ύπαρξή τους, όταν την ίδια στιγμή βρίσκομαι αντιμέτωπος με την καθαρότητα ενός ποιήματος του ίδιου ανθρώπου, στις ίδιες σελίδες, όπως το επόμενο.

Όταν ήμουν παιδί έπαιζα με την
υδρόγειο σφαίρα. Έφτιαχνα κράτη
δίχως αστυνομία και καταργούσα
τα σύνορα για να ταξιδεύουν
ελεύθερα οι άνθρωποι. Έβαζα ποτάμια
στις ερήμους να φύγει η ξηρασία,
να πίνουν τα παιδιά, θάλασσες
στα βουνά να παίζουν
και νησιά για να ξαποσταίνουν
οι βάρκες των αμάχων.

Ποίημα απαλλαγμένο από περιττές λέξεις είναι ένα εύστοχο ποίημα˙ ποίημα που απελευθερώνει τον λόγο από υπερβολές στην έκφραση μπορεί και απογειώνει την κυριολεξία σε ποιητική μέθεξη˙ το ευφάνταστο όνειρο ενός ενήλικα είναι ένα απλό παιχνίδι ενός παιδιού. Η λέξη όνειρα, που πλεονάζει στο βιβλίο του Δήμου Χλωπτσιούδη, απουσιάζει από το πιο ονειρικό του ποίημα˙ αυτή του η τεχνική είναι που μ’ έπεισε να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας αφού τη θεωρώ επαρκή (και περιεκτική) λογοτεχνική τεχνική αποτύπωσης ενός συναισθήματος ή μιας ιδέας, δηλαδή ποίηση.

Ο Δήμος εκθέτει και την άποψή του περί ποιητικής˙ ακόμη κι όταν δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Σ’ ένα ποίημα μας δίνει εικόνες της σημερινής πραγματικότητας οι οποίες, κατ’ αυτόν, συνιστούν ορισμούς του ποιήματος (ποίημα είναι…) και σ’ ένα επόμενο ποίημα παραθέτει άλλες εικόνες της ίδιας πραγματικότητας χωρίς πια τη διάθεση να τις αναγάγει σε σύμβολα. Στο πρώτο ποίημα θα μπορούσε κανείς να προσθέσει δικές του εικόνες ή να αμφισβητήσει τις εικόνες που επιλέγει ο ποιητής. Στο δεύτερο όμως ποίημα, οι εικόνες απαλλαγμένες πια από το βάρος του συμβολισμού και αποδιδόμενες με έναν πεζό λόγο λειτουργούν με απόλυτο ποιητικό τρόπο χωρίς να αφήνουν περιθώρια για άλλες σκέψεις˙ η τελευταία μάλιστα πρόταση

να κλέψεις κι εσύ λίγη αξιοπρέπεια τυλιγμένη σε μερίδες συσσιτίου

είναι ίσως το πιο απτό παράδειγμα της ποιητικής του Χλωπτσιούδη: εικόνες ανθρώπων που συνθλίβονται από το τέρας της οικονομίας της αγοράς, όνειρα που κονταροχτυπιούνται με χρέη, ελπίδα –έστω και τυφλή- που γίνεται δεκανίκι στήριξης και η κατακλείδα που αποτελεί απόσταγμα των ιδεών που κατατρύχουν τον ποιητή και λειτουργεί ως αυτόνομο ποίημα μέσα στο ποίημα. Μια λέξη στη μέση μιας πρότασης συνδέει δύο απίθανους συνειρμούς σε έναν: η κλοπή της αξιοπρέπειας είναι μια ασυμβατότητα, ένα παράλογο, -δεν οικειοποιείσαι την αξιοπρέπεια διά της κλοπής-, αλλά η μερίδα του συσσιτίου που εγκολπώνεται την αξιοπρέπεια ως περιτύλιγμα ή ως περιεχόμενο είναι ταυτόχρονα πράξη και ευχή, πραγματικότητα και όνειρο, είναι η ποιητική του Δήμου όλη. Όπως η δύναμη στη φυσική δεν ορίζεται αλλά γίνεται αντιληπτή από τα αποτελέσματά της έτσι και η ποίηση του Χλωπτσιούδη: γίνεται απτή διά της επίγευσης˙ αυτό που μένει μετά την ανάγνωση είναι καλό κι ας υπήρχαν σημεία αμηχανίας στο ενδιάμεσο.

Το εξομολογήθηκα στην αρχή, άρα δεν αμαρτάνω αφού αμαρτία εξομολογημένη δεν είναι αμαρτία, το επαναλαμβάνω κι εδώ. Προσεγγίζω την ποίηση του Δήμου με τους δικούς μου κώδικες˙ δεν είμαι κριτικός για ν’ ανιχνεύσω τους δικούς του, πολύ περισσότερο να τους αξιολογήσω. Θεωρώ λοιπόν πως (για δέστε, πάλι κατακλείδα είναι) η φράση

ένα καρφί μαρτυρά ότι η στάχτη
κάποτε ήταν ξύλο

εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που μ’ αναγκάζουν να τη δεχτώ ως ένα ολοκληρωμένο και πολύ καλό (για την αισθητική μου, για την αναγνωστική μου διαδρομή, για την όποια ποιητική μου τεχνογνωσία) ποίημα˙ ο Δήμος θέλει να πει περισσότερα, αναπτύσσει την ποιητική του ρητορική σε πολλούς στίχους, ξανοίγεται σε πολλά μονοπάτια για να καταλήξει στο ξέφωτο αυτής της φράσης. Εμένα μου αρκεί αυτό το ξέφωτο˙ άλλοι θα βρουν ενδιαφέρουσα τη διαδρομή ως εκεί˙ άλλοι πιθανόν να εγείρουν αντιρρήσεις. Όλα καλά. Αυτό είναι η λογοτεχνία. Περιπέτεια στα τοπία των λέξεων. Καμιά φορά το ταξίδι (το καβαφικό ταξίδι) είναι το μείζον, ποιος όμως είναι αυτός που δεν απομονώνει στιγμές ενδεικτικές που του έμειναν αξέχαστες και είναι ικανές να σηκώσουν όλο το βάρος ταξιδιών των οποίων οι άλλες λεπτομέρειες χάνονται στον χρόνο; Τα κλικ που λέγαμε και πιο πριν λειτουργούν στην ποίηση του Δήμου. Ορίστε λίγα:

τα όνειρα διατηρούν τα άνθη τους
ακόμα και μακριά από το χώμα
αρκεί να τα ποτίσεις με λίγο φως

και

κανένας άγιος δεν εφημερεύει πια

και

τα θηράματα των μπάτσων
δεν απειλούνται με εξαφάνιση

και

μ’ ένα ποδήλατο στα μνήματα
αγκάλιαζε ψυχές

και

μια Περσεφόνη αποδημητικό πουλί

και

χειρόγραφη ανθρωποκτονία

και

στριμωγμένα κουφάρια
στη συνείδησή μας
αναζητούν τρόπο να δραπετεύσουν
για να ξαναγίνουν αθώοι.

Η ποίηση είναι συναισθήματα διά των λέξεων, είναι εικόνες διά των λέξεων, είναι ευαισθησία διά των λέξεων, είναι τέχνη διά των λέξεων. Η ποίηση του Χλωπτσιούδη δεν είναι ολόκληρη τέτοιες λέξεις˙ αν ήταν δε θα έμενε και πολλή δουλειά του χρόνου, θα είχε μπροστά του έναν έτοιμο ποιητή και θα την έκλεινε τη σχετική σελίδα νωρίς˙ η ποίηση του Δήμου όμως έχει τέτοιες λέξεις και ο ίδιος φαίνεται να θέλει να προσθέσει κι άλλες.