Δευτέρα, Ιουλίου 22, 2019

Τι καλοκαίρι κι αυτό!




Μ' αρέσουν τα εξομολογητικά κείμενα των συγγραφέων˙ των άλλων κυρίως. Ενίοτε καταφεύγω κι εγώ σε κάποιες εξομολογήσεις. Όταν με πιάνουν τα διαόλια μου και μου κολλάει η αναθεματισμένη ιδέα και η έμφυτη παρόρμηση να τα πω μην και χάσει η Βενετιά βελόνι. Το παλεύω το συναίσθημα, μη νομίζετε.  Τον κορμό αυτού του κειμένου τον ξεκίνησα πριν τέσσερις ημέρες. Και τον ξαναπιάνω μόλις τώρα επειδή είδα στην οθόνη του υπολογιστή μου τον μαγικό αριθμό 200 ως αριθμό σελίδας στο έγγραφο που παιδεύω πολύν καιρό. Με λίγα λόγια λοιπόν και πριν από, λίγα επίσης, χρόνια:

Είχε έρθει η ώρα να γράψω ένα θεατρικό έργο για το στρατόπεδο Παύλου Μελά επί Κατοχής.
Ήθελα όμως να το συνοδεύει ένα χρονικό του στρατοπέδου˙  αυτό αποδείχθηκε πολύ μεγαλύτερο απ' εκείνο που φανταζόμουν. 
Ήρθε και γράφτηκε το έργο, έγιναν οι πρόβες, παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε το έργο, οι Νυχτοφαγιές, και το χρονικό ακόμα γραφότανε. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό, πήγαινε να γίνει κάτι παραπάνω από το χρονικό ενός στρατοπέδου και άρχισε να καλύπτει μια μεγαλύτερη περιοχή και ένα, επίσης, μεγαλύτερο χρονικό εύρος.

Προέκυψαν όμως δύο σημαντικές παρενέργειες, που οφείλονται σε δύο γεγονότα: 
1) Απαιτήθηκε έρευνα σε πρωτόγνωρες για μένα δεκαετίες, οπότε μπαίνοντας στις δεκαετίες 1950 και 1960, ορθώθηκε μπροστά μου η ανάγκη ενός νέου θεατρικού εξ αιτίας μιας εμβληματικής μορφής κοινοτάρχη που έβρισκα στα ψαξίματά μου. Και φυσικά το χρονικό μπήκε για λίγο στην άκρη, το θεατρικό γράφτηκε, οι πρόβες άρχισαν και κάποτε θα παιχτεί, ελπίζω. Ο τίτλος του είναι: Όλυμπο να βλέπει!
2) Χρειάστηκε να διασταυρώσω μία πληροφορία για έναν πασά του 19ου αιώνα. Τι το 'θελα; Μπήκε στη ζωή μου ο Χουσεΐν Χουσνή Πασάς, παραμέρισε τελείως το χρονικό και βρίσκομαι αισίως στη 200η σελίδα στο νέο μου κοσκινάκι, το κείμενο για τον πασά αυτόν, και συνεχίζω να γράφω συνεπαρμένος. Όσο το γράφω, μεγαλώνει μέσα μου η ανησυχία πως, για πρώτη μου ίσως φορά, γράφω κάτι που ενδιαφέρει (και συναρπάζει, μην το ξεχνάμε) μόνον εμένα.
Φυσικά αυτός είναι και ο σωστός λόγος για να γράφει κανείς αν δεν είναι επαγγελματίας γραφιάς και δεν παίρνει εργολαβίες.

Παρόλα αυτά το ζιζάνιο άρχισε να δουελύει:
ως ιστορικό δοκίμιο μπορεί και να μην ενδιαφέρει κανέναν άλλον
˙ 
ως μυθιστόρημα όμως;
ως θεατρικό έργο
ως κάτι άλλο;
πότε;
πώς;

Βρήκα τον διάολό μου!

Χρονικά, η αφήγησή μου για τον πασά βρίσκεται στο καλοκαίρι του 1859, δηλαδή ακριβώς 160 χρόνια πριν˙  στην οθόνη μου βγήκε ο αριθμός της σελίδας, 200˙  κι εγώ δε λέω να ξεκολλήσω...

Τετάρτη, Ιουλίου 17, 2019

Η πολιτική είναι πουτάνα



Οι προσφυγικές συνοικίες, στα δυτικά της Θεσσαλονίκης είναι ανάστατες. Οι εφημερίδες εδώ και μέρες γράφουν για την απόσπαση των προσφυγικών οικισμών από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την ίδρυση νέων κοινοτήτων. Ένας πολιτικός πυρετός εξαπλώνεται και δεν αφήνει καμία γειτονιά απρόσβλητη.

Στην αρχή τα προσφυγικά πυρά στρέφονται κατά της απόσπασης. Βενιζελικές πένες αρθρογραφούν στον τύπο και κατακεραυνώνουν την τσαλδαρική κυβέρνηση που προβαίνει σε θεσμικό έγκλημα εναντίον των ταλαιπωρημένων προσφύγων τους οποίους αποβάλει από το σώμα της πόλης ως ενοχλητικό παράσιτο. Αποκαλύπτουν το πραγματικό κίνητρο που δεν είναι άλλο από τον εξοβελισμό των προσφυγικών ψήφων, κατά κανόνα βενιζελικών, μακριά από το κέντρο της πόλης. Μόνο έτσι ο κυβερνητικός υποψήφιος θα καταφέρει να εκλεγεί δήμαρχος Θεσσαλονίκης το Φεβρουάριο του 1934. Από την απόσπαση των κοινοτήτων μέχρι τις εκλογές ούτε μήνας.

Το σκηνικό ετοιμάστηκε και η δημοκρατία ήταν έτοιμη να θριαμβεύσει και πάλι. Για τις επερχόμενες δημοτικές και κοινοτικές εκλογές λοιπόν γίνεται ο καυγάς και ο Γιάννος Ζαρμπαντίδης γίνεται άντρας, στα δεκάξι του, βουτώντας κυριολεκτικά στα σκατά!
Τα δυνατά του μπράτσα κι ο τραχύς του χαρακτήρας τον έφεραν τσιράκι στον Νώντα τον Αχόρταγο που έπαιρνε σχεδόν όλες τις εργολαβίες για τον καθαρισμό των βόθρων στα δημόσια αποχωρητήρια γύρω από την πόλη. Ξετύλιγε το βαρύ σωλήνα και τον έμπαζε στο βρωμερό στόμιο χωρίς να στραβώνει στο ελάχιστο τη μύτη και τα χείλη του λες και δεν τον έπιανε καμία μυρωδιά. Τι διάλο στουμπωμένη από φυσικού σου την έχεις ρε Καυκάσιε, βγάζε και καμιά μύξα που και που να κυκλοφοράει ο αέρας, τον πείραζε ο Νώντας Αγγέλου. 

Το Αχόρταγος του το κόλλησαν σαν παρατσούκλι του Νώντα όταν ξεκίνησε τη δουλειά με το βυτίο στην καρότσα του μικρού φορτηγού του. Του άρεσε αυτουνού, έκρινε ότι ταίριαζε μια χαρά στην περίσταση. Έβαλε τον ανηψιό του που μάθαινε την τέχνη του αγιογράφου στα μαγαζιά της Εγνατίας να του το γράψει στην κοιλιά της τεράστιας κάψουλας στην οποία κατέληγαν τα περιεχόμενα των βόθρων κι έτσι τα κόκκινα καλλιγραφικά γράμματα επέβαλαν το εντυπωσιακό Αχόρταγος και κανείς πια δεν διανοήθηκε πως ο Νώντας θα μπορούσε να λέγεται Αγγέλου. Το ότι ο Νώντας δεν σταματούσε ποτέ στο ένα πιάτο πατσά το πρωί και η κοιλιά του συναγωνιζόταν τις καμπύλες και τον όγκο του βυτίου του επέτεινε το μπέρδεμα για το ποιος ακριβώς είναι αυτός που δεν χορταίνει τελικά. Όπως και να είχε το πράγμα ο δυσκίνητος Νώντας ήθελε δίπλα του έναν σβέλτο παλικαρά για τη βρώμικη δουλειά αφού αυτός έμενε στο τιμόνι με μόνη έγνοια του την πορεία του επαγγέλματος. Τις δουλειές του τις έκλεινε στα καπηλειά και στα κομματικά εντευκτήρια πριν χτυπήσει την τιμή στις δημοπρασίες. Κόλλησε πλάι του κι ο Γιάννος κι έβγαζε ένα μεροκάματο. Όμως τα πράγματα άρχισαν να σφίγγουν.

Αυτό που σκαρφίστηκε η πουτάνα η πολιτική για να φέρει τούμπα τις ιδεολογίες και τα μεγάλα λόγια δεν το χωρούσε το μυαλό του Νώντα. Υπόνομοι. Ακούς εκεί. Υπόνομοι στα προσφυγικά. Μη φανταστεί κανείς ένα οργανωμένο υπόγειο δίκτυο που θα ένωνε τους προσφυγικούς οικισμούς με τη θάλασσα.  Αυτό ήταν για τα χαρτιά και για τους λόγους στα μπαλκόνια. Τα αστροπελέκια οι κομματάρχες τα κάνανε πιο εύκολα τα πράγματα. Η δυτική Θεσσαλονίκη ήταν γεμάτη ρέματα. Λίγα μέτρα σωλήνας από το βόθρο στο ρέμα και τα υπόλοιπα είναι δουλειά της κλίσης του εδάφους. Η Νεάπολη είχε ήδη προχωρήσει αρκετά κι έπνιξε στη μπόχα τους Αμπελόκηπους και από κοντά ήταν το Λεμπέτ όπου οι εργασίες προγραμματίστηκαν για την επόμενη εβδομάδα. Βλέπεις ο Θεόβουλος Τριανταφυλλίδης, υπεύθυνος της Πρόνοιας εκεί ήθελε να είναι και υποψήφιος με τους βενιζελικούς στην, υπό σύσταση, κοινότητα Σταυρουπόλεως και δεν είχε άλλο τρόπο να κάνει κι αυτός ένα ρουσφέτι της προκοπής να εξασφαλίσει μια σιρμαγιά από ψήφους. Άλλοι είχαν την κυβέρνηση και τα μέσα. Το Άσυλο των Φρενοβλαβών το λυμαίνονταν οι τσαλδαρικοί του κυβερνώντος Λαϊκού κόμματος. Βρήκε λοιπόν κι αυτός την ευκαιρία με τους υπονόμους και έταζε μεροκάματα, καθαριότητα, πολιτισμό κι ευημερία. Η μπόχα απλώς μετακόμιζε πιο νότια!

Ο Γιάννος προσπάθησε εδώ και κάτι μήνες να πηγαίνει στο Εργατικό Κέντρο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα-διαλέξεις που γίνονταν εκεί. Άκουγε από τον Περικλή Κρεμύδα πως εκεί έβαζαν τα ζητήματα στην πραγματική τους ιδεολογικοπολιτική τους διάσταση και νόμιζε πως θα φωτιζόταν κι ο ίδιος. Μπα! Δεν κατάλαβε τίποτε ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη φορά. Τον Περικλή όμως και τον Μήτσο Ιωαννίδη και τον Ιορδάνη Γιαννακό τους τάραζε στις ερωτήσεις. Ντο είν’ ατοί οι φασίστες; Ντο εν το προλεταριάτο; Πώς θα νικούματσ’; Τέτοια. Και του απαντούσαν τα συντρόφια καθαρά και χωρίς μισόλογα: Φασίστας είναι ο Νώντας που χώνει εσένα στα σκατά και κονομάει ο ίδιος. Φασίστας είναι ο Τριανταφυλλίδης που τάζει δουλειές και μεροκάματα για να πάρει ψήφους. Φασίστες είναι οι χωροφύλακες που βγάζουν τα σπαθιά και πετσοκόβουν απεργούς εργάτες. Καταλάβαινε ο Γιάννος κι ας την είχε μια συμπάθεια στο Νώντα με την τουρλωτή κοιλιά και το κόκκινο μάγουλο. Κι όχι μόνο για το μεροκάματο που έβγαζε στη δούλεψή του. Τον θαύμαζε που είχε τον τρόπο του να κυκλοφοράει με το κουστούμι και να κλείνει δουλειές για σκατά, τον θαύμαζε για το τσίλικο φορτηγό όταν ακόμα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σβουνιές από τ’ άλογα και τα γαϊδούρια και όλοι οι ανταγωνιστές του είχαν βυτιοφόρα κάρα. Τώρα καταλάβαινε βέβαια, αλλά η στάμπα συμπαθητικός είχε κολλήσει στο φαρδύ μέτωπο του Νώντα από τον άμαθο ακόμα στα πράγματα της μεγάλης πόλης Γιάννο.

Συμπαθητικός, ξεσυμπαθητικός όμως ο Νώντας πλέον προβιβάστηκε σε εμπόδιο στον αγώνα που ξεκινούσε ο νεόκοπος επαναστάτης με τους νέους συντρόφους του. Του είχαν πάρει τα μυαλά οι έμπειροι κομμουνιστές. Αυτός βολόδερνε ακόμα στο χωριό όταν ο Περικλής και ο Μήτσος πρωτοστατούσαν στα γεγονότα της Επταλόφου, το ’32. Τότε που απαίτησαν μαζί με καμπόσους άλλους άνεργους να παίρνουν κι αυτοί μερίδα από το δημοτικό συσσίτιο και δέχτηκαν τις σφαίρες στα κορμιά τους από τον χωροφύλακα Μενέλαο Ευσταθίου. Δύο νεκρούς σάρωσε και ετράπη εις φυγήν ο Ευσταθίου. Την είχε σταμπάρει όμως ο Μήτσος τη φάτσα του χωροφύλακα πριν το σκάσει εκείνος και μετά, στο νοσοκομείο, στην εφημερίδα διάβασε και το όνομα. Πού θα μου πας ρε Μενέλαε, έλεγε κάθε φορά που άλλαζε ο καιρός και του πονούσε το πόδι κάτω από το γόνατο, δεν θ’ ανταμώσουμε όταν νικήσει ο λαός; Είχε πίστη και ελπίδα στο αγώνα ο Μήτσος. Ο Γιάννος δεν χρειαζόταν άλλα επιχειρήματα. Το ασταθές βάδισμα του Μήτσου ήταν το παράσημο του αγωνιστή. Τα έβαζε δίπλα δίπλα, την κοιλιά του Νώντα και το κουτσό πόδι του Μήτσου και διάλεγε κουτσό πόδι. Διπλά του κόστισαν οι υπόνομοι του Νώντα. Από τη μια θα λιγόστευαν οι βόθροι κι από την άλλη θα έχανε τον υπάλληλό του με τα τόσα προτερήματα. Φούντωνε ο Νώντας και κοκκίνιζαν τα μάγουλά του. Έπρεπε να πει δυο κουβέντες στον Τριανταφυλλίδη.

Ξημερώματα χωρίς άλλους ενδοιασμούς ο Γιάννος και η παρέα του βρίσκονται έξω από τα γραφεία Προνοίας Σταυρουπόλεως και περιμένουν να τους πάρουν εργάτες στους υπονόμους. Το μεροκάματο το είχαν ανάγκη, ακόμη κι ο Γιάννος που τα κουτσοβόλευε με τους βόθρους. Ένα σπίτι ήθελε να χτίσει δίπλα στον Δενδροπόταμο, του άρεσαν τα τρεχούμενα νερά. Οι βόθροι δεν έμοιαζαν για δουλειά με μέλλον. Οι υπόνομοι είναι πολιτισμός σύντροφε, είναι το μέλλον, του έλεγε ο Περικλής.  Και θα γραφτείς και στο συνδικάτο των οικοδόμων. Το κίνημα θέλει μαζικά σωματεία, συμπλήρωνε. Ο καθοδηγητής από το κόμμα, έδωσε και μία ακόμη διάσταση, πιο επίκαιρη: Καμία ευκαιρία δεν θα αφήσουμε να πάει χαμένη για να ξεγυμνώσουμε το αποκρουστικό πρόσωπο του καπιταλισμού. Θα στήσουμε οργάνωση ανάμεσα στους εργάτες των υπονόμων και θα ξεμπροστιάζουμε σε κάθε ευκαιρία τον κάθε Τριανταφυλλίδη που θέλει να παριστάνει τον ευεργέτη των φτωχών. Στις εκλογές το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών και Αγροτών πρέπει να έχει σοβαρή εκπροσώπηση, σύντροφοι! έκλεινε μελοδραματικά την προτροπή του. 

Το μυαλό του Γιάννου μπορεί να μην έπαιρνε γρήγορα στροφές, έφτανε όμως κι αυτό με τον τρόπο του στο συλλογισμό που ήδη είχε κάνει ο Νώντας. Διπλή προδοσία προ των πυλών: τον άφηνε για μιαν άλλη δουλειά και μάλιστα με δουλειά που απειλούσε το επάγγελμά του, την εκκένωση βόθρων. Κάτι μέσα του τον ενοχλούσε. Τόσο όμως όσο να σκεφτεί ξανά τα λόγια των συντρόφων του για τη σκοπιμότητα της ενέργειάς τους και να ησυχάσει.
Ώσπου, μέσα από το παράθυρο της Πρόνοιας διέκρινε τη στρογγυλή φιγούρα του Νώντα. Οι τύψεις και το πολιτικό καθήκον που μέχρι τότε μονοπωλούσαν τα ράφια του μυαλού του Γιάννου έπρεπε να στριμωχτούν για να χωρέσει το νέο απόκτημα, η τεράστια απορία: τι θέλει ο Νώντας στα γραφεία του Τριανταφυλλίδη, επίσημου εκπροσώπου των υπονόμων, άρα εχθρού του;



(Κεφάλαιο του διηγήματος "Κόκκινη δύση" από το βιβλίο μου Ίχνη όζας (εκδόσεις Ζήτρος, 2013)