Πέμπτη, Μαρτίου 01, 2012

Τσαϊράδα στα δυτικά

Ελάχιστοι λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης, μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, έχουν στο έργο τους αναφορές ουσίας στις δυτικές συνοικίες της πόλης τους.
Αν δε αναζητήσουμε ζωγράφους που να εμπνεύστηκαν και να αποτύπωσαν με τον τρόπο τους το τοπίο πέραν του σιδηροδρομικού σταθμού θα ψάχνουμε χωρίς αποτέλεσμα. Τίποτε!
Οι φωτογράφοι είναι πιο περιπετειώδεις τύποι και κατάφεραν να φτάσουν και μετά τα Σφαγεία στην Κασκάρκα και στις εκβολές του Δενδροποτάμου.



Άρχισα να συχνάζω στο χώρο της Διαγωνίου από το 1979. Η πρώτη φορά ήταν εντυπωσιακή. Στο μικρό χώρο της Πινακοθήκης, λίγο σκοτεινά, μπήκα προσέχοντας να μην κάνω θόρυβο και κοιτούσα τα μικρά έργα με μελάνι στους τοίχους. Αυτά τα σχέδια ήταν η ευκαιρία που έψαχνα για να ανέβω επιτέλους στον 5ο όροφο της Μητροπόλεως 19.
Τρία ήταν τα περιοδικά που περίμενα να δω στον πάγκο του εφημεριδοπώλη, κοντά στην Καμάρα, στα φοιτητικά μου χρόνια. Ψώνιζα πάντοτε από τον ίδιο πάγκο επειδή τον πωλητή τον συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που μου τύλιξε ανάποδα τον Ριζοσπάστη και μου χαμογέλασε συνωμοτικά. Τα περιοδικά λοιπόν που πλούτιζαν τον κόσμο μου ήταν ο Ζυγός του Φραντζή Φραντζισκάκη, το Θέατρο του Κώστα Νίτσου και η Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Τα δύο πρώτα τα έβρισκα εκεί μαζί με τις εφημερίδες, τη Διαγώνιο δεν θυμάμαι αν ποτέ την βρήκα στον πάγκο. Γι’ αυτήν πήγαινα στα βιβλιοπωλεία. Τα άλλα που αγόραζα ήταν πιο τακτικά στην έκδοσή τους και δεν μου προξενούσαν τόση χαρά όταν τα έβρισκα.
Από τον Ζυγό λοιπόν ήξερα –και λάτρευα- τον Γιώργο Σικελιώτη και τα εκπληκτικής λιτότητας μα και εκφραστικότητας έργα του. Από τη Διαγώνιο και την ύλη της είχα ήδη πειστεί πως τον άνθρωπο που την σήκωνε στις πλάτες του έπρεπε να τον γνωρίσω. Ακόμη δεν είχα αρχίσει να γράφω οπότε το κίνητρό μου δεν ήταν να μπω στο σινάφι.
Πριν καλά καλά κάνω δυο βήματα μέσα στο δωμάτιο, εκείνο το απόγευμα του Νοεμβρίου, βγαίνει από την εσωτερική πόρτα ένας ψηλός και αδύνατος κύριος, μου ανάβει τα κυρίως φώτα, με παροτρύνει να δω τα έργα με την ησυχία μου και ξαναμπαίνει μέσα. Προφανώς ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αυτοπροσώπως. Κολακευμένος για την φροντίδα στράφηκα στα έργα και τα χαιρόμουνα για πολλή ώρα. Δεν ήταν οι πίνακες που γνώριζα από τον Ζυγό, ήταν όμως ατόφιος Σικελιώτης και μάλιστα πιο προσιτός και προσωπικός, σχεδόν οικείος.



Σχέδια που μάλλον δεν έγιναν για να εκτεθούν αλλά για να εκτονωθεί ο ίδιος ο ζωγράφος από μια πιεστική ανάγκη να σχεδιάσει, έστω και πρόχειρα. Ίσως ήταν και προσχέδια για μεγαλύτερα έργα, εμένα όμως από τότε μου άρεζε να πιστεύω την πρώτη εκδοχή.
-Τα χάρηκες; Η φωνή πίσω μου με αιφνιδίασε επειδή αυτό ακριβώς έκανα. Τα χαιρόμουνα, δεν τα έβλεπα. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είχε ξαναβγεί από το γραφείο του και ήρθε να με ξεναγήσει. Αφού τελείωσε και τη δική του παρουσίαση των έργων με ενθάρρυνε να περάσω και τη δεύτερη πόρτα, την εσωτερική. Νομίζω πως είχε και εκεί κάποια ακόμα έργα αλλά η έκπληξη ήταν στην πολυθρόνα που ξεχείλιζε από έναν πληθωρικό κύριο. –Ο κύριος Σικελιώτης, μου εξήγησε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και έμεινα με τα δυο μου ιερά τέρατα να μην ξέρω τι να πω και πώς να φερθώ. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να κάνω το οτιδήποτε επειδή συνέχισαν την κουβέντα τους και εγώ δεν είχα παρά να μην αφήνω λέξη να πάει χαμένη.

Από τότε πήγαινα κάθε εβδομάδα. Συνήθως Δευτέρα πρωί μέχρι το κλείσιμο της Διαγωνίου. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους και το έργο τους. Ανεκτίμητη περιουσία για μένα της οποίας τα οφέλη ακόμη τα γεύομαι. Άρχισε όμως να δημιουργείται μέσα μου ένα κενό, απροσδιόριστης έκτασης τότε. Η απουσία αναφορών στις συνοικίες της πόλης μου έκανε εντύπωση. Έχω ακόμη το σημείωμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, γραμμένο με το ξυμένο μολυβάκι, με ταξινομημένους κατά είδος τέχνης των καλλιτεχνών που έμεναν δυτικά, όταν του εκμυστηρεύτηκα την παρατήρησή μου. Είχα την ανάγκη να αρχίσω από εκεί, χωρίς να ξέρω τότε για ποιον ακριβώς λόγο. Μορφή πήρε το κενό αυτό όταν άρχισα να ασχολούμαι συστηματικά ως συγγραφέας πια με τη δυτική Θεσσαλονίκη.

Πέρασαν τα χρόνια, έκλεισε η Διαγώνιος, το σπίτι μας κατά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και στραφήκαμε όλοι όσοι συχνάζαμε εκεί και σε άλλα πράγματα, στο ξενοδοχείο, όπως προσδιόριζε ο ίδιος τις εκτός Διαγωνίου δραστηριότητές μας. Ό,τι κι αν έκανα, πάντα στη δυτική πλευρά της πόλης, ακόμη κι όταν έμπλεξα με την πολιτική στις δημοτικές εκλογές, η γνώμη του Ντίνου Χριστιανόπουλου και η φυσική του παρουσία σε όλες μου τις εκδηλώσεις μου έδινε θάρρος και κύρος.

Το 2000 ανέλαβα το Ιστορικό αρχείο Σταυρούπολης. Η πρώτη έκθεση ήταν εύκολη. Το υλικό το είχα ήδη γνωρίσει καλά από το βιβλίο μου για την ιστορία της, εκτός των τειχών, δυτικής Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος της ήταν Δι’ εγκαταστάσεως 1914 και σκοπός της ήταν να τεκμηριώσει το έτος μηδέν της Σταυρούπολης με πληροφορίες για τους πρόσφυγες του 1914 και τον οικισμό Λεμπέτ που έστησε γι’ αυτούς το ελληνικό κράτος. Η έκθεση έγινε το 2001 και πήγε καλά. Η επόμενη χρονιά ήταν εκλογική και εγώ ήθελα να είμαι και πάλι υποψήφιος σε κάποιο ψηφοδέλτιο. Για να γίνει αυτό χωρίς προβλήματα έπρεπε η όποια σχέση μου με τον δήμο Σταυρούπολης να τελειώσει το Μάιο του 2002. Οι εκλογές ήταν για τον Οκτώβριο. Σχεδίασα λοιπόν δύο εκθέσεις που θα γίνονταν ταυτόχρονα. Η μία από αυτές ήταν πάλι εύκολη για μένα. Είχα υλικό για την έκθεση από φωτογραφίες Σταυρουπολιτών και είχα και υλικό για το συνοδευτικό λεύκωμα από διηγήματα δικά μου και ενός Σταυρουπολίτη λογοτέχνη. Τα κείμενα βρίσκονταν στο ίδιο μήκος κύματος με την ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι φωτογραφίες και όλα ήταν υπό έλεγχο. Τέλος. Στην άλλη έκθεση όμως φόρτωσα όλα μου τα απωθημένα και γι’ αυτό δυσκολεύτηκα πολύ. Μ’ έναν σμπάρο ήθελα όλα τα τρυγόνια.
Πρώτα μάζεψα ό,τι λογοτεχνικό κείμενο μπόρεσα να βρω και συγκρότησα ένα σώμα λίγων σελίδων που γράφτηκαν για τη Σταυρούπολη.
Ύστερα αναζήτησα όλα τα βιβλία αλλά και τα δημοσιευμένα σε περιοδικά κείμενα όσων γεννήθηκαν, έζησαν ή δούλεψαν στη Σταυρούπολη (περιμένοντας από τότε μέχρι και σήμερα τη στιγμή που θα επεκτείνω την έρευνα σε όλη τη δυτική Θεσσαλονίκη) και βρήκα ουκ ολίγα.
Είχα λοιπόν το θέμα της έκθεσης (Η Σταυρούπολη στη λογοτεχνία), είχα το θέμα του συνοδευτικού λευκώματος (Βιβλία Σταυρουπολιτών), δεν είχα όμως το εικαστικό υλικό για να υποστηρίξω την έκθεση. Τα εξώφυλλα των βιβλίων που συγκέντρωσα ήταν μια καλή λύση για το λεύκωμα, όχι όμως για την έκθεση.
Στον Ντίνο Χριστιανόπουλο στρεφόμουν ακόμη και για τα δύσκολα της προσωπικής μου ζωής. Δεν θα στρεφόμουν τώρα που βρισκόμουν όσο να πεις στα χωράφια του; Η συζήτηση μαζί του με βοηθούσε αφάνταστα. Του είπα τις σκέψεις μου να αξιοποιήσω την παρακαταθήκη της Διαγωνίου και με ενθάρρυνε και πάλι. Απευθύνθηκα λοιπόν σε φίλους καλλιτέχνες και ζήτησα, ο αθεόφοβος, έργα τους με θέματα από τη Σταυρούπολη. Προφανώς ζητούσα νέα έργα αφού γνώριζα πως δεν υπήρχε κάτι σχετικό στα εργαστήριά τους και, επίσης προφανώς, ζητούσα κάτι αδιανόητο στην καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία: να εμπνευστούν κατόπιν υποδείξεως. Προσφέρθηκα μάλιστα να τους ξεναγήσω σε χώρους που πίστευα ότι μπορούσαν να εμπνεύσουν και που άξιζε να μπουν σ’ ένα έργο τέχνης. Με εμπιστεύτηκαν και συνεργάστηκαν δύο και είμαι ευτυχισμένος γι’ αυτό. Το εγχείρημα στέφθηκε τελικά από επιτυχία.
Εδώ θα σταθώ στη μία συνεργασία. Ο Νίκος Νικολαΐδης, ο γνωστός στρατηγός της Διαγωνίου, είχε στήσει πολλές από τις ξυλογραφίες του πάνω σε μοτίβα εμπνευσμένα από το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Το 10% των ποιημάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου, είναι για την Σταυρούπολη, όπως και ο ίδιος ο επισημαίνει σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό του δήμου Σταυρούπολης ο Δημότης (αρ. 8, Δεκέμβριος 1994), δηλαδή περίπου 30 ποιήματα (κανονικά, μικρά και τραγούδια). Κι όμως μόνο ένα τραγούδι κι ένα ποίημα έγιναν ξυλογραφίες.



Ο φωτογράφος, είναι τραγούδι και γράφτηκε για έναν συνοικιακό φωτογράφο ο οποίος δεν δίσταζε να φωτογραφίζει δωρεάν κάποια φτωχά φανταράκια του γειτονικού στρατοπέδου του Παύλου Μελά. Εικονογραφήθηκε εκπληκτικά από τον Νίκο Νικολαΐδη, όμως η εικόνα δεν παρέπεμπε άμεσα στη Σταυρούπολη.



Το αιώνιο παράπονο, ένα πανέμορφο ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου έγινε μια πλούσια ξυλογραφία, εντυπωσιακή, η οποία όμως αποτύπωνε μια πολύβουη πλατεία και όχι στην ερημική ερωτική πιάτσα της Σταυρούπολης. Θα τα έβαζα αυτά τα δύο έργα στην έκθεση, ήθελα όμως κάτι περισσότερο. Ο στρατηγός με ανέχτηκε και αντί να έρθει σε μία βόλτα όπως του πρότεινα μου ζήτησε φωτογραφίες της περιοχής τραβηγμένες αν είναι δυνατόν στη δεκαετία που περιέγραφε και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στα ποιήματά του. Εύκολο. Έτσι γεννήθηκαν άλλα δύο έργα.



Το ένα αφορούσε στην πύλη του στρατοπέδου Παύλου Μελά χωρίς καμία ιδιαίτερη προσθήκη από μεριάς στρατηγού. Οι φιγούρες που προσέθεσε τόνιζαν περισσότερο το δρόμο και του προσέδιδαν και το στοιχείο της βόλτας που στα χρόνια του ’50 και του ’60 ήταν κυρίαρχο, έλλειπε όμως από τη φωτογραφία που του έδωσα.



Η δεύτερη όμως ξυλογραφία με ενθουσίασε σε πολύ μεγάλο βαθμό. Φούσκωσα από περηφάνια και για την ιδέα μου και για το αποτέλεσμά της λες και την χάραξα στο ξύλο εγώ ο ίδιος την εικόνα. Η φωτογραφία έδειχνε μια καθημερινή σκηνή από το μεροκάματο ενός Σταυρουπολίτη ο οποίος μπροστά από το σπίτι του, τέντωνε νήματα κατά μήκος του δρόμου. Αυτή ήταν η δουλειά του. Φούντες για κουρτίνες, κορδόνια, τρέσσες ή και γω δεν ξέρω τι άλλο. Αυτήν τη δουλειά την έκανε ακόμη κι όταν τον γνώρισα κι εγώ πολύ αργότερα (σε εργοστάσιο δικό του πια και όχι στο δρόμο) και μου εμπιστεύτηκε όλο το αρχείο με τις φωτογραφίες του.



Ο στρατηγός έκανε ένα μικρό θαύμα, το όνειρο κάθε εικαστικού καλλιτέχνη, κατά τη γνώμη μου: να δώσει εικόνα απτή σε ένα ποίημα που δεν στερείται εικόνων· να εκπέμψει στην ίδια ακριβώς συχνότητα με τον ποιητή, αυτός με τη μαύρη μελάνι, το κοπίδι κι ένα ξύλο κι εκείνος με τις λέξεις και την ψυχή του· να δώσει ένταση στο συναίσθημα και να καταφέρει να κάνει μια θορυβώδη σκηνή με το μοτοσακό στο χωματόδρομο, να εμπνέει μέθεξη και κατάνυξη.
Νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή αυτό το αφιέρωμα του Εντευκτηρίου στον Ντίνο Χριστιανόπουλο για να δημοσιευτούν μαζί η φωτογραφία και η μετουσίωσή της στον άλλο εαυτό ενός ποιήματός του και εγώ να ψελλίσω μ’ αυτό το κείμενο ένα ταπεινό ευχαριστώ που μπήκε στη ζωή μου αυτός ο άνθρωπος.


Ντίνος Χριστιανόπουλος
ΤΣΑΪΡΑΔΑ
Ποιήματα, Τρίτη έκδοση, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, 1998

Εδώ δεν είναι τόπος να πλαγιάσουμε.
Τ’ αγκάθια τσιμπούν και τα τριβόλια κολνούν και προδίδουν.
Το λασπωμένο ρέμα, όλο κουνούπι και κακό,
Δε μοιάζει τα ολοκάθαρα ρυάκια του χωριού σου.

Εδώ δεν είναι τόπος να ξανάρθουμε.
Έχτισαν κι άλλο σπίτι, βλέπω φως στο παράθυρο.
Ο χωματόδρομος περνάει σχεδόν δίπλα μας.
Ζευγάρια επιστρέφουν με το μοτοσακό.

Εδώ δεν είναι τόπος να ησυχάσουμε.
Αυτό το ρεμπέτικο μου χάλασε όλο το κέφι.
Βουρκώνει το μέσα μου καθώς σ’ αγκαλιάζω.
Μου κάνει κακό ν’ ακούω για ξενιτεμούς.

Εδώ δεν είναι τόπος για μας.

Ακόμα κι η εξοχή έχει τον τρόπο της να μας πληγώνει.






ΥΓ
Το κείμενο αυτό, με διαφορετική εικονογράφηση, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εντευκτήριο, αρ. 95, που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες και είναι αφιερωμένο στον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού λέει μια σοφή ρήση και μάλλον ταιριάζει στην περίπτωση. Είναι η δεύτερη φορά που δίνω μια συνεργασία στο Εντευκτήριο, αυτή δημοσιεύεται αλλά το όνομά μου λείπει από τα περιεχόμενα. Αυτή τη φορά λείπει και το βιογραφικό από την αντίστοιχη στήλη. Γαμώ την ατυχία μου μέσα. Ας είναι! Το τεύχος είναι πολύ καλό κι αν το πάρετε κοιτάξτε και στη σελίδα 159 για την αφεντιά μου.

Οι έγχρωμες φωτογραφίες του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι τραβηγμένες στη Σταυρούπολη (μπροστά στο σινεμά Σταυρουπόλ πριν αυτό κατεδαφιστεί, στη Μονή Λαζαριστών πριν αναπαλαιωθεί και στη γέφυρα στο καπνομάγαζο της οδού Λαγκαδά όπως είναι και τώρα) από τον Γιάννη Στεφανίδη, όπως κι η τελευταία από ομιλία του ποιητή κάπου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.

1 σχόλιο:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Πολύ ωραίο και πραγματικό συγκινητικές αναμνήσεις...