Στο σημερινό Αγγελιοφόρο δημοσιεύεται η είδηση για την μελλοντική αξιοποίηση του Κόκκινου Καπνομάγαζου στη Σταυρούπολη μέσω του ΕΣΠΑ για λογαριασμό της Νομαρχίας. Την είδηση συνοδεύει μια φωτογραφία που ΔΕΝ είναι του κόκκινου καπνομάγαζου. Επειδή, κατά τη γνώμη μου, το κτίριο αυτό είναι μοναδικό όχι τόσο από αρχιτεκτονικής πλευράς αλλά πολιτισμικής, κάνω αυτή την παρέμβαση. Μάλλον την ξανακάνω. Η πρώτη φορά ήταν το 1991. Επανέρχομαι λοιπόν:
Ο κρυμμένος θησαυρός
Ο κρυμμένος θησαυρός
(Περιοδικό Ο Δημότης, αρ. 1, β΄ περ., Σταυρούπολη, Ιανουάριος 1992)
Eπιβάτης αστικού λεωφορείου βρέθηκα πολλές φορές. Τις περισσότερες, στη γραμμή 32, Ηλιούπολη. Όπως τώρα. Ξεκινάω από την πλατεία Αριστοτέλους και διαλέγω μια θέση στο παράθυρο, στη δεξιά πλευρά. Η διαδρομή, μου είναι γνωστή, το μάτι μου έχει πια εξοικειωθεί με το περιβάλλον, καμιά έκπληξη. Τα μόνα που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την προσοχή μου είναι κάποια εντυπωσιακά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες ή μερικές ανθρώπινες φιγούρες, ξεχωριστές, απ' αυτές που μιά στις τόσες, χαλαλίζουν την ομορφιά τους μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων. Φτάνουμε στην περιοχή Τερψιθέας. Είναι η οσμή του καπνού που κυριαρχεί στα γυναικεία κορμιά που ανεβαίνουν στο λεωφορείο απ' το τέλος της άνοιξης ώς το φθινόπωρο, σ' αυτές εδώ τις στάσεις του ΟΑΣΘ. Πάντα κοιτούσα ποιες και πώς ανέβαιναν τις σκάλες του αστικού. Ποτέ δεν κοίταξα τις σκάλες απ' όπου κατέβηκαν. Οι όγκοι των καπνομάγαζων δεν τράβηξαν ποτέ, ιδιαίτερα, την προσοχή μου. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Σήμερα στρέφω το βλέμμα, που διαπερνά το τζάμι του λεωφορείου, το τζάμι στην είσοδο του κόκκινου καπνομάγαζου, σκοντάφτει σε κάτι
ζωγραφιές, σε κάτι απροσδιόριστο από τόσο μακριά-και με το λεωφορείο να έχει ήδη ξεκινήσει. Δεν προ-λαβαίνω, όπως δεν πρόλαβα τόσες άλλες φορές να συγκρατήσω τίποτε. Όπως εξάλλου χιλιάδες βλέμ-ματα, χιλιάδες φορές έτυχε να είναι στραμμένα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη σωστή κατεύθυνση. Σκέ,φτομαι πόσο ικανοποιημένοι μένουμε από την επιφάνεια πραγμάτων και καταστάσεων. Πόσο αρκού-μαστε στη φευγαλέα εντύπωση, ανυποψίαστοι για το τι θ' αντικρύζαμε αν επιμέναμε λίγο παραπάνω. Όπως μ' αυτές τις ζωγραφιές. Πόσα πόδια άραγε, οδήγησαν το βλέμμα από το λεωφορείο, μέσα στο κα-πνομάγαζο για να μετατρέψουν τη στιγμιαία εντύπωση σε προσεκτική παρατήρηση, την περιέργεια σε αισθητική απόλαυση; Ο ηλικιωμένος κύριος που κάθεται δίπλα μου, μ' ένα πρόσωπο σκαμμένο απ' τη δουλειά κι ένα βλέμμα βαθύ, γεμάτο γνώση, με σκουντάει στον ώμο και χαμογελάει. Κάτι κατάλαβε. «Ξέρεις τι είναι εκεί μέσα;» με ρωτάει. Βγαίνω από τις σκέψεις μου και του απαντώ πως δεν ξέρω. «Τάσ-σος» μου λέει. Νομίζω πως το μόνο που ψάχνει είναι λίγη κουβέντα κι ενοχλούμαι. «Όχι εγώ αγόρι μου. Τι να το κάνεις το δικό μου τ' όνομα. Αυτός εκεί, που τα ζωγράφισε, Α. Τάσσος γράφει η υπογραφή. 1960». «Και είναι ωραία ζωγραφιά;» ρωτάω. «Ωραία είναι. Να πας να την δεις» λέει και σταματάει την κουβέντα.
Ίσα που προλαβαίνω και κατεβαίνω στην επόμενη στάση. Με το που ανεβαίνω τις σκάλες της εισόδου, νιώθω κάτι σαν τύψη κι ενοχή. Τόσα χρόνια, τόσα χρώματα, τόσοι αγρότες κι αγρότισσες ακινητοποιημένοι στον τοίχο, με ήρεμα, φωτεινά πρόσωπα, σοβαροί κι επιβλητικοί, περιμένουν κάποιον να τους προσέξει. Ένα πεντάπτυχο έργο, τεραστίων διαστάσεων, καλύπτει δύο τοίχους στην είσοδο του καπνομάγαζου. Ένα έργο ζωγραφικής, του χαράκτη Τάσσου, στη Σταυρούπολη.
«Το έργο είναι παραγγελία του Εθνικού Οργανισμού Καπνού στον καλλιτέχνη. Του ζητήθηκε το 1958 για να διακοσμήσει το περίπτερο του Οργανισμού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης», με πληροφορεί μια κυρία, όταν αρχίζω να μπαίνω στα γραφεία για να μαζέψω πληροφορίες. «Έμεινε εκεί για λίγα χρόνια», συνεχίζει, «ύστερα σε κάποια αποθήκη, δεν ξέρω για πόσο, και μετά εδώ. Έχει πολλή μεγάλη αξία».
Βγαίνω από το καπνομάγαζο κι αρχίζω το ψάξιμο. Τον Τάσσο τον γνώριζα σαν χαράκτη. Ζωγραφική όμως; Και μάλιστα το 1960 όταν η πρώτη του
ατομική έκθεση γίνεται το 1936; Όσο διαρκεί το ψάξιμο, τόσο το έργο κατακτά μια σημαντική θέση στην εκτίμηση μου, κι αυτό γιατί μοιάζει με
έναν κρυμμένο θησαυρό. Κυριολεκτικά κρυμμένο. Ξεφυλλίζω όλα σχεδόν τα τεύχη της Επιθεώρησης Τέχνης. Τίποτε για το έργο και λιγοστά πράγματα για τον Τάσσο. Περνάω στον Ζυγό. Η ίδια περίπου κα-τάσταση. Κατάλογοι εκθέσεων, εγκυκλοπαίδειες, ιστορίες τέχνης.
Κενό. Φτάνω με μια κρυφή ελπίδα σ' έναν πολυτελή τόμο: «Η αγροτική ζωή στην τέχνη», Χρύσανθος Χρήστου. Τα ίδια. Το έργο αυτό σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Τάσσος αναφέρεται παντού, μόνο σαν χαράκτης. Το έργο που βρίσκεται στην Τράπεζα Πίστεως, στην Πλατεία Βαρδαρίου, καταγράφεται στο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στον κατάλογο που
εξέδωσε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Το ίδιο και η μισοτελειωμένη παραγγελία για το Δημαρχείο του Βόλου. Γι' αυτό το έργο τίποτε. Πουθενά. Ακόμη και ο προσωπικός φίλος του χαράκτη, ο Κίτσος Μακρής, όταν μίλησε στους γειτονικούς Αμπελόκηπους τον Απρίλιο του 1986 δεν αναφέρθηκε σ' αυτόν τον πίνακα. Δεν τον γνώριζε; Δεν ήξερε ότι βρίσκεται εκεί κοντά του; Ποιος ξέρει... Σε μια κουβέντα μου με γνωστό γκαλερίστα της Θεσσαλονίκης μαθαίνω πως σχεδιαζόταν μια έκθεση ζωγραφικής του Τάσσου, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λόγω του θανάτου του καλλιτέχνη, το 1985. Θα παρουσίαζε έργα ειδικά για την έκθεση; Ή μήπως συνέχιζε να ζωγραφίζει όλον αυτόν τον καιρό που μόνο σαν χαράκτη τον γνωρίζαμε; Αυτό είναι και το πιο πιθανό. Πώς όμως άντεξε στον πειρα-σμό τόσα χρόνιο, και κράτησε στη σιωπή αυτήν του την ιδιότητα; Το ζήτημα είναι πως υπάρχει στη Σταυρούπολη, σ' ένα από τα καπνομάγαζα της, ένα τριαντάχρονο, όμορφο, σπάνιο και καταδικασμένο ως τώρα στην αφάνεια έργο. Μήπως έτσι πρέπει να μείνει; Αν η σιωπή γύρω απ' αυτό το έργο δεν είναι σκόπιμη, μπορούμε να θεωρήσουμε πως ήταν επιλογή του καλλιτέχνη; Μάλλον όχι. Μπορεί να μην παρουσίασε, απ' όσο μπόρεσα να βρω, ποτέ τη ζωγραφική του, αυτό το έργο όμως το φιλοτέχνησε για έναν δημόσιο χώρο. Επιμελήθηκε, προφανώς, ο ίδιος την εκτύπωση του σε καρτ ποστάλ, αν σκεφτεί κανείς ότι από το 1948 μέχρι το θάνατο του ήταν καλλιτεχνικός σύμβουλος στο τυπογραφείο Ασπιώτη - Έλκα, όπου και τυπώθηκαν αυτές οι κάρτες.
Το έργο υπάρχει, και βρίσκεται εδώ, ανάμεσα στα πόδια μας. Η αξία του είναι ανυπολόγιστη, όπως και να το δει κανείς. Κι αν είναι να ταράξουμε την ησυχία του, ας το κάνουμε μόνο αν διαθέτουμε τη σοβαρότητα που απαιτείται.
Σημείωση:
Μια πρώτη μορφή του κειμένου αυτού, ακούστηκε από την εκπομπή «Η άλλη πλευρά της πόλης» του Ράδιο Παρατηρητής, το Σάββατο 27 Απριλίου 1991.
Eπιβάτης αστικού λεωφορείου βρέθηκα πολλές φορές. Τις περισσότερες, στη γραμμή 32, Ηλιούπολη. Όπως τώρα. Ξεκινάω από την πλατεία Αριστοτέλους και διαλέγω μια θέση στο παράθυρο, στη δεξιά πλευρά. Η διαδρομή, μου είναι γνωστή, το μάτι μου έχει πια εξοικειωθεί με το περιβάλλον, καμιά έκπληξη. Τα μόνα που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την προσοχή μου είναι κάποια εντυπωσιακά αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες ή μερικές ανθρώπινες φιγούρες, ξεχωριστές, απ' αυτές που μιά στις τόσες, χαλαλίζουν την ομορφιά τους μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων. Φτάνουμε στην περιοχή Τερψιθέας. Είναι η οσμή του καπνού που κυριαρχεί στα γυναικεία κορμιά που ανεβαίνουν στο λεωφορείο απ' το τέλος της άνοιξης ώς το φθινόπωρο, σ' αυτές εδώ τις στάσεις του ΟΑΣΘ. Πάντα κοιτούσα ποιες και πώς ανέβαιναν τις σκάλες του αστικού. Ποτέ δεν κοίταξα τις σκάλες απ' όπου κατέβηκαν. Οι όγκοι των καπνομάγαζων δεν τράβηξαν ποτέ, ιδιαίτερα, την προσοχή μου. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Σήμερα στρέφω το βλέμμα, που διαπερνά το τζάμι του λεωφορείου, το τζάμι στην είσοδο του κόκκινου καπνομάγαζου, σκοντάφτει σε κάτι
ζωγραφιές, σε κάτι απροσδιόριστο από τόσο μακριά-και με το λεωφορείο να έχει ήδη ξεκινήσει. Δεν προ-λαβαίνω, όπως δεν πρόλαβα τόσες άλλες φορές να συγκρατήσω τίποτε. Όπως εξάλλου χιλιάδες βλέμ-ματα, χιλιάδες φορές έτυχε να είναι στραμμένα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή στη σωστή κατεύθυνση. Σκέ,φτομαι πόσο ικανοποιημένοι μένουμε από την επιφάνεια πραγμάτων και καταστάσεων. Πόσο αρκού-μαστε στη φευγαλέα εντύπωση, ανυποψίαστοι για το τι θ' αντικρύζαμε αν επιμέναμε λίγο παραπάνω. Όπως μ' αυτές τις ζωγραφιές. Πόσα πόδια άραγε, οδήγησαν το βλέμμα από το λεωφορείο, μέσα στο κα-πνομάγαζο για να μετατρέψουν τη στιγμιαία εντύπωση σε προσεκτική παρατήρηση, την περιέργεια σε αισθητική απόλαυση; Ο ηλικιωμένος κύριος που κάθεται δίπλα μου, μ' ένα πρόσωπο σκαμμένο απ' τη δουλειά κι ένα βλέμμα βαθύ, γεμάτο γνώση, με σκουντάει στον ώμο και χαμογελάει. Κάτι κατάλαβε. «Ξέρεις τι είναι εκεί μέσα;» με ρωτάει. Βγαίνω από τις σκέψεις μου και του απαντώ πως δεν ξέρω. «Τάσ-σος» μου λέει. Νομίζω πως το μόνο που ψάχνει είναι λίγη κουβέντα κι ενοχλούμαι. «Όχι εγώ αγόρι μου. Τι να το κάνεις το δικό μου τ' όνομα. Αυτός εκεί, που τα ζωγράφισε, Α. Τάσσος γράφει η υπογραφή. 1960». «Και είναι ωραία ζωγραφιά;» ρωτάω. «Ωραία είναι. Να πας να την δεις» λέει και σταματάει την κουβέντα.
Ίσα που προλαβαίνω και κατεβαίνω στην επόμενη στάση. Με το που ανεβαίνω τις σκάλες της εισόδου, νιώθω κάτι σαν τύψη κι ενοχή. Τόσα χρόνια, τόσα χρώματα, τόσοι αγρότες κι αγρότισσες ακινητοποιημένοι στον τοίχο, με ήρεμα, φωτεινά πρόσωπα, σοβαροί κι επιβλητικοί, περιμένουν κάποιον να τους προσέξει. Ένα πεντάπτυχο έργο, τεραστίων διαστάσεων, καλύπτει δύο τοίχους στην είσοδο του καπνομάγαζου. Ένα έργο ζωγραφικής, του χαράκτη Τάσσου, στη Σταυρούπολη.
«Το έργο είναι παραγγελία του Εθνικού Οργανισμού Καπνού στον καλλιτέχνη. Του ζητήθηκε το 1958 για να διακοσμήσει το περίπτερο του Οργανισμού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης», με πληροφορεί μια κυρία, όταν αρχίζω να μπαίνω στα γραφεία για να μαζέψω πληροφορίες. «Έμεινε εκεί για λίγα χρόνια», συνεχίζει, «ύστερα σε κάποια αποθήκη, δεν ξέρω για πόσο, και μετά εδώ. Έχει πολλή μεγάλη αξία».
Βγαίνω από το καπνομάγαζο κι αρχίζω το ψάξιμο. Τον Τάσσο τον γνώριζα σαν χαράκτη. Ζωγραφική όμως; Και μάλιστα το 1960 όταν η πρώτη του
ατομική έκθεση γίνεται το 1936; Όσο διαρκεί το ψάξιμο, τόσο το έργο κατακτά μια σημαντική θέση στην εκτίμηση μου, κι αυτό γιατί μοιάζει με
έναν κρυμμένο θησαυρό. Κυριολεκτικά κρυμμένο. Ξεφυλλίζω όλα σχεδόν τα τεύχη της Επιθεώρησης Τέχνης. Τίποτε για το έργο και λιγοστά πράγματα για τον Τάσσο. Περνάω στον Ζυγό. Η ίδια περίπου κα-τάσταση. Κατάλογοι εκθέσεων, εγκυκλοπαίδειες, ιστορίες τέχνης.
Κενό. Φτάνω με μια κρυφή ελπίδα σ' έναν πολυτελή τόμο: «Η αγροτική ζωή στην τέχνη», Χρύσανθος Χρήστου. Τα ίδια. Το έργο αυτό σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Τάσσος αναφέρεται παντού, μόνο σαν χαράκτης. Το έργο που βρίσκεται στην Τράπεζα Πίστεως, στην Πλατεία Βαρδαρίου, καταγράφεται στο βιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στον κατάλογο που
εξέδωσε το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο. Το ίδιο και η μισοτελειωμένη παραγγελία για το Δημαρχείο του Βόλου. Γι' αυτό το έργο τίποτε. Πουθενά. Ακόμη και ο προσωπικός φίλος του χαράκτη, ο Κίτσος Μακρής, όταν μίλησε στους γειτονικούς Αμπελόκηπους τον Απρίλιο του 1986 δεν αναφέρθηκε σ' αυτόν τον πίνακα. Δεν τον γνώριζε; Δεν ήξερε ότι βρίσκεται εκεί κοντά του; Ποιος ξέρει... Σε μια κουβέντα μου με γνωστό γκαλερίστα της Θεσσαλονίκης μαθαίνω πως σχεδιαζόταν μια έκθεση ζωγραφικής του Τάσσου, που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, λόγω του θανάτου του καλλιτέχνη, το 1985. Θα παρουσίαζε έργα ειδικά για την έκθεση; Ή μήπως συνέχιζε να ζωγραφίζει όλον αυτόν τον καιρό που μόνο σαν χαράκτη τον γνωρίζαμε; Αυτό είναι και το πιο πιθανό. Πώς όμως άντεξε στον πειρα-σμό τόσα χρόνιο, και κράτησε στη σιωπή αυτήν του την ιδιότητα; Το ζήτημα είναι πως υπάρχει στη Σταυρούπολη, σ' ένα από τα καπνομάγαζα της, ένα τριαντάχρονο, όμορφο, σπάνιο και καταδικασμένο ως τώρα στην αφάνεια έργο. Μήπως έτσι πρέπει να μείνει; Αν η σιωπή γύρω απ' αυτό το έργο δεν είναι σκόπιμη, μπορούμε να θεωρήσουμε πως ήταν επιλογή του καλλιτέχνη; Μάλλον όχι. Μπορεί να μην παρουσίασε, απ' όσο μπόρεσα να βρω, ποτέ τη ζωγραφική του, αυτό το έργο όμως το φιλοτέχνησε για έναν δημόσιο χώρο. Επιμελήθηκε, προφανώς, ο ίδιος την εκτύπωση του σε καρτ ποστάλ, αν σκεφτεί κανείς ότι από το 1948 μέχρι το θάνατο του ήταν καλλιτεχνικός σύμβουλος στο τυπογραφείο Ασπιώτη - Έλκα, όπου και τυπώθηκαν αυτές οι κάρτες.
Το έργο υπάρχει, και βρίσκεται εδώ, ανάμεσα στα πόδια μας. Η αξία του είναι ανυπολόγιστη, όπως και να το δει κανείς. Κι αν είναι να ταράξουμε την ησυχία του, ας το κάνουμε μόνο αν διαθέτουμε τη σοβαρότητα που απαιτείται.
Σημείωση:
Μια πρώτη μορφή του κειμένου αυτού, ακούστηκε από την εκπομπή «Η άλλη πλευρά της πόλης» του Ράδιο Παρατηρητής, το Σάββατο 27 Απριλίου 1991.
Δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχει η Νομαρχία και οι υπηρεσίες της κατά νου. Δυστυχώς η Σταυρούπολη δεν κατέβαλε όσες προσπάθειες απαιτούνταν και το κτίριο κατέληξε στη Νομαρχία. Το 1992 όταν δημοσίευα το παραπάνω κείμενο φοβόμουν πως θα πλάκωναν πανεπιστήμια και πανεπιστημιακοί και θα έπαιρναν το έργο από το φυσικό του χώρο και θα το έκλειναν σε κανένα μουσείο. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Έχω αλληλογραφία με το Ίδρυμα Α. Τάσσου για το συγκεκριμμένο έργο τότε που ζούσε ακόμα ο Μποστ και η Μαγγιώρου, σύζυγος του Τάσσου. Ας μείνει εκεί κι ας το προσέχουν οι αρμόδιοι για να το χαίρονται οι πολίτες, μου είχαν γράψει. Το καταθέτω, εδώ, ξανά! Μην προκύψει καμία ανακαίνιση και κανένα βάψιμο του κτιρίου και πάει το έργο άκλαφτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου