Τρίτη, Ιανουαρίου 02, 2018

Νυχτοφαγιές


Μια γυναίκα ζει με μνήμες και φροντίζει αδέσποτα σκυλιά. Ούτε η πρώτη είναι ούτε η τελευταία. Προσοχή όμως. Τα σκυλιά τριγυρίζουν στο, άδειο από στρατιώτες, εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Η γυναίκα αποφεύγει σαν το διάολο το λιβάνι να τ’ αποκαλεί με ανθρώπινα ονόματα. Έχει τους λόγους της. Δεν της είναι άγνωστα τα χώματα που πατά. Σ’ αυτά μπουσούλησε ως βρέφος. Αυτή ήταν το πρώτο παιδάκι που γεννήθηκε σ’ εκείνο το κολαστήριο που ήταν το Παύλου Μελά στον καιρό της Ναζιστικής Κατοχής. Αυτή και τα χώματα ξέρουν. Ξέρουν γιατί τα χορτάρια εκεί δεν φυτρώνουν και ξεραίνονται σαν όλα τα χορτάρια του κόσμου. Ξέρουν τι ήταν τα θρεφτάρια του στρατοπέδου και τι ήταν οι νυχτοφαγιές. Ξέρουν τι ήταν ο πιστολισμός στο πίσω μέρος του κρανίου και τι είναι να συνηθίζεις τον καθημερινό θάνατο του διπλανού ανθρώπου που, κατά τύχη, δεν είσαι εσύ. Ξέρουν βέβαια και τη λαχτάρα για ζωή, ξέρουν για τα ερωτικά ραβασάκια των μελλοθάνατων που ανταλλάσσονταν ανάμεσα στα αγκαθωτά σύρματα που χώριζαν άντρες και γυναίκες, Έλληνες και Σέρβους ή Ιταλούς. Ξέρουν όμως και άλλα. Ξέρουν γιατί η Συννεφιασμένη Κυριακή στοιχειώνει τα όνειρα ενός κρατούμενου και παιδεύει έναν υπάλληλο του στρατοπέδου. Ξέρουν πως Εβραίοι έφυγαν και από το στρατόπεδο αυτό για το ταξίδι του χαμού τους. Ξέρουν πως έφυγαν ξοπίσω τους κι άλλοι κι άλλοι, που δεν γνώρισαν τα κρεματόρια και το Ολοκαύτωμα, γνώρισαν όμως τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης στη Γερμανία. Ξέρουν γιατί έπαιζαν ποδόσφαιρο τα παιδιά της γειτονιάς δίπλα στην Τούμπα των εκτελέσεων. Ξέρουν πόσοι ακριβώς ήταν εκείνοι οι τελευταίοι του στρατοπέδου που παρέλασαν ρακένδυτοι και γιόρτασαν με όλη τη Θεσσαλονίκη την Απελευθέρωση.

Στο θεατρικό έργο Νυχτοφαγιές ενσωματώνονται λέξεις και γεγονότα όπως τα διηγήθηκαν ή τα έγραψαν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Εξ άλλου λέξη κρατούμενου αυτού του στρατοπέδου είναι και ο τίτλος του έργου, κρατούμενου ο οποίος έζησε και την εμπειρία του εγκλεισμού του στην αποθήκη ψυχών απ’ όπου προμηθεύονταν τα θύματα για τα αντίποινά τους οι Γερμανοί, αλλά και την εμπειρία της αποστολής του στη Γερμανία απ’ όπου ευτυχώς επέστρεψε ζωντανός. Η μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη γαντζώνεται από μια συγκυρία, που μπορεί και να μην είναι σκέτη συγκυρία και σύμπτωση, και μπολιάζει με τη δύναμή της το έργο. Εκτός από λόγια των κρατουμένων, στο έργο εισάγονται και φράσεις ενός λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης που έγραψε για το στρατόπεδο, τους κρατούμενούς του, αλλά και για τους άλλους, που με τα διάφορα κατοπινά Σχέδια Μάρσαλ, εξασφάλισαν χρυσά κουτάλια, πιρούνια και μαχαίρια για τον εαυτό τους και χρυσές αλυσίδες για τους ηττημένους, εκείνους που παρέλασαν ρακένδυτοι από το Στρατόπεδο προς το Διοικητήριο τη μέρα της Απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης από τη Φασιστική Γερμανική Κατοχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: