Σάββατο, Μαΐου 10, 2014

Για τον Γιάννη Βανίδη και τα πορτραίτα των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης



Σπύρος Λαζαρίδης
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΝΙΔΗΣ / ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΟΡΤΡΑΙΤΩΝ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΘΡΑΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ
(11η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ 13, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΔΕΘ)
9.5.2014

Το 1979 αποδεικνύεται, τώρα στην ηλικία των πρώτων απολογισμών, σημαντική χρονιά για μένα. Γνώρισα με συστηματικές επισκέψεις τις αίθουσες διαφόρων εκθέσεων της Θεσσαλονίκης. Δύο από αυτές ξεχώρισαν ήδη από τις πρώτες επισκέψεις για την ιδιαιτερότητά τους. Η «Διαγώνιος» και η «Φωτοθήκη». Στη μία πήγαινα με το συνεσταλμένο ύφος εκείνου που θέλει να μάθει και στην άλλη επειδή είχα απορίες. Στη «Διαγώνιο» έμαθα τους ζωγράφους της Θεσσαλονίκης, αλλά όχι μόνον αυτούς, παρακολουθούσα την εξέλιξη πολλών εξ αυτών, έζησα τις στιγμές της λεπτομερούς ξενάγησης από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Στη «Φωτοθήκη» πειθόμουνα όλο και περισσότερο για τον εικαστικό χαρακτήρα της φωτογραφίας και απολάμβανα την ομορφιά της εικόνας, παράλληλα ή σε πείσμα του θέματος. Την εξωσχολική μου αυτομόρφωση την καθόρισαν λογοτεχνικά, εικαστικά και θεατρικά περιοδικά. Τα εικαστικά περιοδικά και συγκεκριμένα ο Ζυγός είχαν τελείως διαφορετική προσέγγιση της ζωγραφικής από αυτήν των δύο αιθουσών που με μάγεψαν στη Θεσσαλονίκη. Ζωγραφιές, κυρίως, στη μια αλλά και φωτογραφίες. Φωτογραφίες, κυρίως, στην άλλη αλλά και ζωγραφιές. Οι αντιστάσεις μου για το αν η φωτογραφία είναι Τέχνη κάμφθηκαν με τον καλύτερο, νομίζω, τρόπο. Πάντως ενώ θυμάμαι από τη «Διαγώνιο» πολλά στιγμιότυπα και έργα που μου έκαναν εντύπωση από την «Φωτοθήκη» μου έμεινε η εντύπωση. Δε νομίζω να είχα καν συγκρατήσει το όνομα του ιδρυτή της. Το όνομα Γιάννης Βανίδης εγώ το συνέδεσα με τη «Διαγώνιο». Και στις φωτογραφίες του που έτυχε να δω πριν το 1985 αλλά οπωσδήποτε από την έκθεση του 1985 με τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Εκεί για πρώτη φορά συνέπεσαν οι δύο αγάπες μου: Τα εικαστικά γεγονότα και η λογοτεχνικές περιπλανήσεις μου. Πριν ακόμα αρχίσω να αναζητώ βιογραφικά των λογοτεχνών που ανακάλυπτα τα διαβάσματά μου και στις συζητήσεις στο χώρο της «Διαγωνίου» είχα μπροστά μου δέκα μεγαθήρια της λογοτεχνίας να με κοιτούνε σχεδόν κατάματα. Για όσους ήξερα λίγο από το έργο τους ένιωθα συγκίνηση και δέος. Για όσους δεν είχα διαβάσει κάτι ένιωθα λίγος και αμήχανος. Και παρ’ όλο που είχα ήδη δημοσιεύσει κάποια ποιήματα στο περιοδικό «Διαγώνιος» δεν συμμετείχα σ’ εκείνη τη μέθεξη ως ομότεχνος. Κάτι τέτοιο θα άγγιζε την ιεροσυλία κατά την άποψή μου. Το χαιρόμουνα που το αξιώθηκα ως θεατής.
Θετική εντύπωση μου είχε κάνει και το γεγονός πως υπήρχε ένα πορτραίτο για τον κάθε λογοτέχνη. Αυτό σε συνδυασμό με τις κουβέντες του Χριστιανόπουλου πως ο καλλιτέχνης πρέπει πρώτα να μάθει να πετάει και να διαγράφει πριν αρχίζει να καταγράφει και να εκδίδει-εκθέτει μου έδειξε τον κόσμο των υψηλών απαιτήσεων που πρέπει να έχει κανείς από τον εαυτό του και τα επιτεύγματά του πριν πάρει την ευθύνη της παρουσίασής τους στον αναγνώστη ή τον θεατή.
Από το καταλογάκι εκεινης της έκθεσης κρατάω τη φράση του Ντίνου Χριστιανόπουλου πως «Ο χρόνος λεηλατεί τους ανθρώπους κι ο φωτογράφος λεηλατεί το χρόνο: έτσι κερδίζονται οι πατερίτσες της μνήμης».

Η αποτίμηση του έργου που είχε συντελεστεί στη «Φωτοθήκη» έγινε το 1989 στην «Διαγώνιο» και με βρήκε σχετικά έτοιμο να καταλάβω το μέγεθος της συνεισφοράς του Γιάννη Βανίδη στην υπόθεση της Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη.

Το τηλεφώνημα λοιπόν που δέχθηκα πριν λίγα χρόνια και το οποίο κατέληξε στη φωτογραφία που βρίσκεται κάπου στη μέση του εξωφύλλου του διαδικτυακού λευκώματος με τα πορτραίτα που εκτίθενται εδώ, μου έδειξε και άλλα πράγματα. Πως ο Βανίδης εκτός από καλλιτέχνης άρχισε να φλερτάρει και με την ιδιότητα του ερευνητή. Πως ενώ στα δέκα πορτραίτα του 1985 στεκόμουνα με δέος για τα ίδια τα πρόσωπα, τώρα μπροστά στα 212 πορτραίτα στέκομαι με δέος για την εποχή. Τώρα γράφουν και εκδίδουν περισσότεροι και διεκδικούν όλοι το χώρο τους στο καλλιτεχνικό κουρμπέτι. Πάντως η φωτογραφική ματιά του Βανίδη εξακολουθεί να είναι διεισδυτική, η προσήλωσή του στην αυστηρότητα της μιας φωτογραφίας είναι άξια θαυμασμού και το μπόλιασμα της εικόνας του συγγραφέα με κάτι από το έργο του είναι δείγμα της διάθεσής του για πειραματισμό και έκθεση του εαυτού του στον κίνδυνο της ταύτισης προσώπου- ενός μόνο έργου. Αυτό όμως το επικίνδυνον είναι ίδιον της νεότητας και ο Βανίδης μ’ αυτήν τη δουλειά του είναι σα να κάνει ένα ορμητικό ξεκίνημα παρά τον τίτλο του συνταξιούχου με τον οποίο περιβάλλει τον εαυτό του.


Το λεύκωμα, εδώ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: