Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007

Αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου…



Ήρθε και στάθηκε πάνω απ’ την αστραφτερή Machules. Με νωχελικές κινήσεις πέρασε στα χέρια του ένα ζευγάρι μαύρα γάντια κεντημένα όλο μ’ ασημόκαρφα. Μετά φόρεσε τα γυαλιά του… Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι.
«Δεν καταλαβαίνω κανέναν», μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του και σήκωσε αργά το πόδι του, το ζύγιασε και το τίναξε με δύναμη πάνω στο πεντάλ καθώς τα γαντοφορεμένα χέρια του πέταξαν κι άρπαξαν το στριφτοκέρατο τιμόνι. Μαρσάρισε σκληρά ώσπου ένα σύννεφο σκόνης ξεσηκώθηκε και τον τύλιξε. Μετά, πάντα χωρίς να βιάζεται, καβάλησε τη μοτοσυκλέτα. Κοίταξε δεξιά, αριστερά, κι ύστερα σφίγγοντας τη Machules μες στα σκέλια του, έδωσε όλο το γκάζι κι αναδύθηκε μέσα απ’ το γαλανό σύννεφο της εξάτμισης σαν μαύρος άγγελος εκδικητής, ιππεύοντας τα εκατόν είκοσι βρυχώμενα μίλια της και χύθηκε στην άσφαλτο, χαράζοντας μιαν ασημένια λάμψη μες στ’ απομεσήμερο.
«Θέλεις να μάθεις τη φιλοσοφία μου για τη ζωή; Να λοιπόν», έλεγε, κι έσφιγγε τη γροθιά του κι έφτυνε πάνω της έν’ άσπρο κόμπο σάλιο. Μετά κοιτούσε το συνομιλητή του κατάματα, κουνούσε το κεφάλι του και του σιγομουρμούριζε του κόσμου τα πουστιρλίκια ή πάλι του γύριζε απότομα την πλάτη κι έβγαζε την τσατσάρα του και χτένιζε τα μαλλιά του κι εκεί που ο άλλος δεν το περίμενε ξαναγύριζε και τεντώνοντας το χέρι του μιλούσε αργά και καθαρά με μια αηδία στο στόμα. «Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου… Βούρλο!» Και ξαφνικά του την έδινε για τα καλά και τον έπιανε το τρελό του κι άρχιζε να ουρλιάζει και να κουνάει τα χέρια του. «Ξυπνήστε λιγούρια γιατί θα ’ρθει η μπόμπα και θα μας κάνει όλους χαλκομανίες… Σκατά θα γίνουμε».
…Κι έτσι κάπως ξεφούντωνε κι ησύχαζε κι έσκυβε το κεφάλι κι έπειτα σαν να σκεπτόταν κάτι θλιβερό σούρωνε τα χείλη του κι έσμιγε τα φρύδια χαράζοντας ένα οδυνηρό μορφασμό στο μακρουλό του πρόσωπο. «Έχει γεμίσει ο κόσμος κομπιναδόρους και Κρατικά δάνεια… Πού τα βρίσκουνε ρε; Για πες μου…» Κι όπως ο άλλος τύχαινε πάντα να μην ξέρει, ο Φάνης αναλάμβανε να του λύσει το μυστήριο. Τον κάρφωνε με το δείκτη του χεριού του στο στήθος και σκύβοντας πάνω του μιλούσε ήσυχα, φτύνοντας τις λέξεις μέσ’ απ’ τ’ αλογίσια δόντια του. «Κλέβουν… Αυτός είσαι… Κλέβουν», κι έπειτα βλέποντας ότι άφησε τον άλλον εμβρόντητο, ξανάβγαζε την τσατσάρα του και την περνούσε δυο τρεις φορές μέσ’ απ’ τα κατσαρά μαλλιά του… «Κομπιναδόροι… Είσαι μέσα; Αυτό ’ναι η ζωή!» Κι έσφιγγε τη γροθιά του με μανία κι έφτυνε πάνω. «Κομπίνα, λιγούρι, κι όλα τ’ άλλα είναι προπαγάνδες του κερατά!»
[…]

Ο οργισμένος Βαλκάνιος
Νίκος Νικολαΐδης, 1977


Είχαμε συναντηθεί πριν είκοσι χρόνια. Είχε κυκλοφορήσει η πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία», και ο Νικολαΐδης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου για την προβολή της ταινίας του «Πρωινή περίπολος». Ένα πρωί στο ξενοδοχείο του, του έδωσα το βιβλίο και με ξενάγησε με σχόλια στις κριτικές των εφημερίδων για την ταινία του που προβλήθηκε το προηγούμενο βράδυ.
Τον αναζήτησα πριν λίγους μήνες για την μετεξέλιξη εκείνου του βιβλίου μου σε ανθολογία κειμένων της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές. Ανταλλάξαμε e-mail. Συνολικά αναζήτησα περίπου εκατό λογοτέχνες. Οι υπόλοιποι της ανθολογίας είχαν ήδη περάσει στην απέναντι όχθη. Νιώθω ένα βάρος που μεγαλώνει. Ήδη δύο καλοί συγγραφείς και γνωστοί εκ του σύνεγγυς που μου επέτρεψαν να ανθολογήσω κομμάτια τους, έφυγαν από την ζωή, χωρίς να προλάβω να τους ευχαριστήσω με κάποιο αντίτυπο, αφού το βιβλίο βρίσκεται ακόμη στην προ του τυπογραφείου φάση. Προηγήθηκε ο Γιώργος Κάτος και ακολούθησε ο Νίκος Νικολαΐδης. Ο Φάνης του Οργισμένου Βαλκάνιου δεν είναι ένας απλός λογοτεχνικός ήρωας. Είναι ένας συγκλονιστικός χαρακτήρας που αναπνέει δίπλα μας, όπου κι αν βρισκόμαστε.

«Ψάξε και στα Γουρούνια στον Άνεμο» μου είχε πει, «κι εκεί θα βρεις μοτοσυκλέτες». Τις είχα βρει εκείνες τις μοτοσυκλέτες και έλεγα να μην ανθολογήσω από εκεί. Μετά από αυτήν την παρότρυνση όμως το ξαναείδα και έβαλα ένα όμορφο μικρό κομμάτι. Πού να ήξερα ότι αυτό το απόσπασμα θα ήταν ένα κεράκι στον τάφο του, που θα τον υποδεχτεί την Παρασκευή. Έτσι το βλέπω.


[…]
Ήρθε στις τέσσερις, καβάλα σ’ ένα νοικιασμένο Ζακς, απ’ αυτά με τα καρφιά στο πίσω φτερό. Μοιραστήκαμε τη μοναδική σέλα και φύγαμε για το Κεφαλάρι. Στο δρόμο βέβαια έγινε διαδήλωση, γιατί δεν είχανε ξαναδεί κορίτσι πάνω σε μηχανάκι. Μένανε οι μαλάκες με το στόμα ανοιχτό και το χέρι τεντωμένο και μας δείχνανε. Εγώ την είχα αγκαλιάσει απ’ τη μέση κι είχα κολλήσει απάνω της. Το κορμί της λεπτό και μυώδες, κοντράριζε τον άνεμο πάνω απ’ το Χαλάνδρι, που το ’φερνε πιο κοντά στο δικό μου. Το γαλανό πουκαμισάκι της ανέμιζε ξεσηκωμένο πάνω απ’ τη μέση της κι άφηνε να φαίνεται το λεπτό κομπολόι της ραχοκοκαλιάς κι αυτή μύριζε σαν μωρό. Τρέχαμε δίπλα στις ασημένιες αμπολές της Κηφισίας, ανάμεσα απ’ τα κυπαρίσσια και τους ευκαλύπτους˙ κι ο αέρας, όσο ανεβαίναμε, έφερνε μια ευωδιά μελιού και τα μαλλιά της βιτσίζανε το πρόσωπό μου.
[…]


Γουρούνια στον Άνεμο
Νίκος Νικολαΐδης, 1992

5 σχόλια:

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ είπε...

Τελικά ο χαμένος τα παίρνει όλα;

tsalimi είπε...

Ποιος ξέρει;
Πάντως, τουλάχιστον για τους λογοτεχνικούς του ήρωες, οι δυο «χαμένοι» δεν παίρνουν και πάρα πολλά για την πάρτη τους. Δίνουν όμως στον αναγνώστη τη χαρά που τους γνώρισε κι ταξίδεψε μαζί τους.

Ανώνυμος είπε...

Φίλε μου, ο νικολαίδης ήταν από εκείνους που μιλήσανε για τις παρέες, έφτιαξε τους δικούς του αντιήρωες κι έκανε πολλούς από μας να ταξιδέψουν όμορφα. Του αρκεί που κάμποσοι θα τον θυμόμαστε για όσο μας πάρει.

tsalimi είπε...

Είμαι σίγουρος πως αυτό του αρκούσε και εν ζωή. Ήξερε πως έχει φίλους.

ο δείμος του πολίτη είπε...

Ένας ιδιόρυθμος στη σκηνοθετική του ματιά καλλιτέχνης που ήξερε να θέτει την πραγματική εικόνα του κόσμου μέσα από τις άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε εικονοπλαστικές οδηγίες του.